αμολάω

αμολάω
και αμολάρω
1. απαλλάσσω κάποιον ή κάτι από τα δεσμά ή τον περιορισμό του, αφήνω ελεύθερο, ελευθερώνω
2. αφήνω ελεύθερο κάτι που κρατώ
3. αφήνω κάτι να ξετυλιχθεί ή να ανυψωθεί
4. ξαμολάω, χαλαρώνω
5. αφήνω κάποιον ελεύθερο στις ενέργειές του, ανεπιτήρητο
6. (προστ. ενεργ.) αμόλα ή μόλα
α) (ναυτικό παράγγελμα) χαλάρωσε, άφησε ελεύθερο
β) φύγε, ξεκίνησε
7. (προστ. μέσ.) αμολήσου
τρέξε γρήγορα, ξεκίνησε αμέσως
8. φρ. «αμολάω ψευτιές», λέω, ξεστομίζω ψέματα
«τήν (τίς) αμολάει», αφήνει πορδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος < ιταλ. ammollare «αφήνω».
ΠΑΡ. νεοελλ. αμόλημα, αμολημένος, αμολητός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αμολάω — (δε συνηθίζεται η κλίση σε ώ), αμόλησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αμολάω — και αμολάρω (λ. ιταλ.), ησα, ήθηκα, ημένος 1. χαλαρώνω, αφήνω: Αμόλα σκοινί, αμόλα! 2. βάζω σε κίνηση, εξαπολύω: Αμόλησε τα σκυλιά κατά πάνω τους. 3. το μέσ., αμολιέμαι ή αμολιούμαι τρέχω: Αμολήσου (προστ. αορ.) να τον προλάβεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμολημένος — η, ο [αμολάω] 1. αυτός που αφέθηκε ελεύθερος, δίχως περιορισμό 2. χαλαρωμένος, χαλαρός 3. (για ζώα) αυτός που δεν είναι περιορισμένος, δεμένος με σκοινί ή αλυσίδα, λυτός …   Dictionary of Greek

  • αμολητός — ή, ό [αμολάω] ο αμολημένος …   Dictionary of Greek

  • αμόλημα — το [αμολάω] 1. απαλλαγή κάποιου από τα δεσμά ή τον περιορισμό του, απόλυση, λύσιμο 2. χαλάρωση 3. απελευθέρωση …   Dictionary of Greek

  • απολύω — κ. απολάω, αμπολάω, απολνώ, αμολάω (AM ἀπολύω) 1. παύω κάποιον από την εργασία ή την υπηρεσία του 2. αφήνω ελεύθερο από την υπηρεσία στον στρατό 3. διαλύω, διατάζω να διαλυθεί (στράτευμα) νεοελλ. 1. αφήνω ελεύθερο, αποφυλακίζω 2. φρ. «απολάω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”