- αμολάω
- και αμολάρω1. απαλλάσσω κάποιον ή κάτι από τα δεσμά ή τον περιορισμό του, αφήνω ελεύθερο, ελευθερώνω2. αφήνω ελεύθερο κάτι που κρατώ3. αφήνω κάτι να ξετυλιχθεί ή να ανυψωθεί4. ξαμολάω, χαλαρώνω5. αφήνω κάποιον ελεύθερο στις ενέργειές του, ανεπιτήρητο6. (προστ. ενεργ.) αμόλα ή μόλαα) (ναυτικό παράγγελμα) χαλάρωσε, άφησε ελεύθεροβ) φύγε, ξεκίνησε7. (προστ. μέσ.) αμολήσουτρέξε γρήγορα, ξεκίνησε αμέσως8. φρ. «αμολάω ψευτιές», λέω, ξεστομίζω ψέματα«τήν (τίς) αμολάει», αφήνει πορδές.[ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος < ιταλ. ammollare «αφήνω».ΠΑΡ. νεοελλ. αμόλημα, αμολημένος, αμολητός].
Dictionary of Greek. 2013.